μύλος

μύλος
Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των κόκκων τεχνητών χημικών λιπασμάτων, όπως το υπερφωσφορικό άλας, ινωδών υλικών, άνθρακα, ασβέστου κλπ.· επίσης για την κονιορτοποίηση και παρασκευή χρωμάτων, φαρμακευτίκών προϊόντων, κοσμητκών, ειδών διατροφής, αλεύρων και πολλών άλλων στερεών προϊόντων. Για την κίνηση των μ. δύο δυνάμεις χρησιμοποιήθηκαν παλιότερα από τον άνθρωπο και χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα: η δύναμη του ανέμου και του νερού. Ανεμόμυλος στη Μύκονο. Χαρακτηριστικός ανεμόμυλος στην Ολλανδία. Η δύναμη του νερού χρησιμοποιήθηκε από τον άνθρωπο ως κινητήριος δύναμη των μύλων? στη φωτογραφία, νερόμυλος στην Ιταλία.
* * *
ο (ΑΜ μύλος)
1. αλεστικό μηχάνημα που αποτελείται από δύο μεγάλους λίθινους δίσκους, από τους οποίους ο ένας παραμένει ακίνητος σε οριζόντια θέση, ενώ ο άλλος στρέφεται γύρω από άξονα πάνω από αυτόν είτε με το χέρι είτε με τροχούς που φέρουν πτερύγια κινούμενα κυκλικώς με ροή νερού ή με ρεύμα αέρα ή, τέλος, με κινητήρια δύναμη παραγόμενη από μηχανή
2. παρόμοια μηχανή για θρυμμάτισμα σκληρών πραγμάτων
νεοελλ.
1. οποιαδήποτε μεταλλική συσκευή με κύλινδρο, ο οποίος κινείται με στρόφαλο και χρησιμεύει για κονιορτοποίηση ή λειοτρίβηση κόκκων ή πολτοποίηση μαλακών υλών (α. «μύλος τού καφέ» β. «μύλος τού κρέατος»)
2. μηχάνημα για άντληση ή άρση το οποίο λειτουργεί με πτερυγιοφόρο τροχό που περιστρέφεται από τον άνεμο ή από τη ροή νερού, ανεμαντλία ή υδροστρόβιλος
3. παιδικό παιχνίδι που έχει διατεταγμένα σε ακτινοειδή διάταξη πτερύγια, τα οποία περιστρέφονται από την πνοή τού ανέμου ή με φύσημα
4. είδος περιστρεφόμενου πυροτεχνήματος, πυροστροβιλος
5. το ποώδες φυτό ουρόσπερμο το πικροειδές
6. φρ. α) «αλέθει καλά ο μύλος του» — έχει γερά δόντια ή γερό στομάχι
β) «έγινε μύλος» — έγινε μεγάλη αναταραχή, έγινε μπέρδεμα
7. παροιμ. α) «το σιτάρι γυρίζει, απογυρίζει, στο μύλο θα πάει» — οι άπιστοι σύζυγοι επιστρέφουν στο σπίτι τους μετά τις απιστίες τους
β) «σαν την κάτω πέτρα τού μύλου» — λέγεται για οκνηρούς ανθρώπους
γ) «δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει» — χωρίς τα αναγκαία μέσα δεν επιτυγχάνεται τίποτε
δ) «ο καλός ο μύλος όλα τά αλέθει» — λέγεται για υγιές στομάχι που χωνεύει εύκολα όλες τις τροφές
(νεοελλ.-μσν.) το κτήριο όπου λειτουργεί το αλεστικό μηχάνημα («οι μύλοι τής Μυκόνου»)
(μσν. -αρχ.) μυλίτης λίθος, μυλόπετρα
αρχ.
1. ογκώδης λίθος, κοτρώνα
2. κυλινδροειδές μεταλλικό αντικείμενο με σχήμα μικρής ράβδου
3. γομφίος, μυλόδους, τραπεζίτης
4. σαρκώδης όγκος τής μήτρας ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση, η μύλη
5. το ψάρι μύλλος, το μυλοκόπι
6. παροιμ. «ὀψὲ τῶν θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά» — λεγόταν για να δηλώσει ότι αυτοί που αδίκησαν τιμωρούνται, έστω και αργά
7. φρ. «μύλος ὀνικός» — ο όνος, δηλ. το επάνω μέρος τού μύλου, η περιστρεφόμενη κυλινδρική πέτρα τού μύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μύλη* κατά τα αρσ. σε -ος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μύλος — mill masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλος — ο 1. μηχάνημα που αλέθει το σιτάρι, τον καφέ κτλ. 2. το κτίριο όπου είναι εγκαταστημένα τα αλεστικά μηχανήματα. 3. μτφ., τα δόντια και το στομάχι: Αλέθει ο μύλος του (χωνεύει καλά την τροφή του). – Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει (για γερό στομάχι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύλοι — μύλος mill masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλοιο — μύλος mill masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλοις — μύλος mill masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλον — μύλος mill masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλου — μύλος mill masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλους — μύλος mill masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλων — μύλος mill masc gen pl μυλών mill house masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλῳ — μύλος mill masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”